αρτώ — (AM ἀρτῶ, άω) κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο αρχ. ἀρτῶμαι 1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.) 2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή … Dictionary of Greek
ἀρτῷ — ἀρτάω fasten to pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρτω — ἄρτος cake masc nom/voc/acc dual ἄρτος cake masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρτῳ — ἄρτος cake masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρτωι — ἄρτῳ , ἄρτος cake masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия
APOMAGDALIAE — Graece ἀπομαγδαλίαι, quid sint apud veterem Scholiastem Homeri Odyss. κ. v. 216. ubi de canibus Poeta, Ω῾ς δ᾿ ὅταν ἀμφὶ ἄνακτα κύνες δαίτηςθεν ἰόντα Σαίνωσ᾿ (ἀεὶ γάρ τε φέρει μειλίγμκτα ςθυμοῦ) Ut cum circa herum canes e convivio euntem… … Hofmann J. Lexicon universale
CANIS Trapezites seu Mensarius — Homero non semel memoratur; Od. inprimis ρ. v. 309. Οἷοί τε τραπεζῆες κυν´ες ἀνδρῶν Γἰγνοντ᾿, ἀγλαΐης δ᾿ ἕεκεν κομέουσιν ἄνακτες. Quales sunt virorum mensarii canes, Quos delitiarum gratiâ nutriunt Reges. Τραπεζῆες, i. e. οἱ εν τραπέζῃ τρεφόμενοι … Hofmann J. Lexicon universale
άρτημα — ἄρτημα, το (Α) [αρτώ] 1. το κρεμαστό στολίδι, το σκουλαρίκι 2. το σχοινί για ανάρτηση 3. η σημαδούρα 4. στον πληθ. οι σύνδεσμοι που συνδέουν κυρίως τα μέρη μιας άρθρωσης … Dictionary of Greek
άρτησις — (I) ἄρτησις, η (Α) [αρτώ] η εξάρτηση, το κρέμασμα. (II) ἄρτησις, η (Α) [αρτέομαι] τα εξαρτήματα, ο εξοπλισμός … Dictionary of Greek